- ουρανολάτρης
- οσυν. στον πληθ. οι ουρανολάτρεςοπαδοί χριστιανικής αίρεσης η οποία εμφανίστηκε στη βόρεια Αφρική τον 4ο αιώνα, τιμούσε τον Ύψιστο Θεό τού Ουρανού και παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με τη διδασκαλία τών υψισταρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. τού λατ. coelicola και μαρτυρείται από το 1843 στο Λατινοελληνικόν Λεξικόν τού Ν. Ουλερίχου].
Dictionary of Greek. 2013.